Κάθε εορτασμός, και ιδιαίτερα, ο θρησκευτικός εορτασμός, αρχίζει μ’ ένα αίσθημα ελευθερίας. Αρχίζοντας με την ελευθερία, ο εορτασμός ταυτόχρονα φανερώνει, ενσαρκώνει και εκφράζει τη βαθύτερη ανθρώπινη δίψα για την ελευθερία.Εδώ δε μιλώ απλώς για την εξωτερική ή πολιτική ελευθερία, ή την ελευθερία εργασίας, αλλά για την ίδια τη ζωή ως ελευθερία. Φυσικά στην πραγματικότητα το καθετί μας δεσμεύει κατά ένα βαθμό ή άλλο και μας υποτάσσει σε κάποιον ή σε κάτι. Αυτή είναι μια από τις βασικότερες εμπειρίες του ανθρώπου. Οι άνθρωποι είναι σκλάβοι του χρόνου, της γεωγραφίας και του περιβάλλοντός τους, της γενετικής κληρονομικότητάς τους, της ιδιοσυγκρασίας, του κλίματος, των περιστάσεων μέσα στις οποίες ζουν. Τελικά είναι σκλάβοι στα απρόβλεπτα ρεύματα της ζωής και στο αναπόφευκτο τέλος της. Όσο περισσότερο ζουν οι άνθρωποι και όσο περισσότερο απομακρύνονται από την παιδική ηλικία, τόσο καθαρότερα βλέπουν πόσο περικυκλωμένοι είναι από όλες τις πλευρές. Φυσικά, μέσα στα πλαίσια αυτών των ορίων, μέσα στο στενό κομμάτι γης και χρόνου που τους έχει παραχωρηθεί, είναι κάπως ελεύθεροι. Όσο όμως το πνεύμα του ανθρώπου γίνεται βαθύτερο και πιο ευαίσθητο, τόσο καθαρότερα βλέπει πως η ελευθερία του είναι περιορισμένη και ότι στην πραγματικότητα αποτελεί μια ψευδαίσθηση. Η θλίψη και η νοσταλγία του για μια γνήσια ελευθερία γίνεται όλο και βαθύτερη. «Ζώντας διαρκώς στο σκοτάδι και στην πάλη, ω! πόσο σκοτεινό είναι το σκοτάδι, πόσο σφικτή η πάλη», έγραψε κάποιος ποιητής για να περιγράψει τη ζωή του ανθρώπου. Τη βαθιά αλήθεια αυτών των λέξεων την καταλαβαίνουν όλοι εκτός από τους πιο χυδαίους και άξεστους, που ζουν για τη στιγμή και διασκεδάζουν με φτηνές ιστορίες πάθους.
Όλος ο ανθρώπινος πολιτισμός, η τέχνη και η ποίηση, διαπερνάται από μια θλίψη, η οποία φαίνεται πως είναι το πιο ανθρώπινο και αυθεντικό συναίσθημα, αυτή δε η θλίψη αφορά ακριβώς το αίσθημα φυλάκισης και περιορισμού της ζωής, τη θνητότητα και την ευπάθεια του κάθε πράγματος σ’ αυτόν τον κόσμο. Μόνο στην παιδική ηλικία το αγνοούμε, και γι’ αυτό ακόμη και η πιο στερημένη παιδική ηλικία φαίνεται να είναι ένα συνεχές πανηγύρι. Το παιδί βλέπει τη ζωή ελαφρόκαρδα και χαρούμενα, σαν ένα ανοιχτό παράθυρο σε ένα υπέροχο ανοιξιάτικο πρωινό, γεμάτο από απεριόριστες δυνατότητες. Ο άνθρωπος ενηλικιώνεται όταν συρρικνώνεται αυτό το εσωτερικό πνεύμα εορτασμού, και στη θέση του αναπτύσσεται η αντίληψη πως η ζωή μοιάζει με φυλακή. Ξαφνικά εισέρχεται η θλίψη. Άσχετα δε από το πόσο προσπαθεί να αναισθητοποιήσει αυτή τη θλίψη, αν είναι τίμιος με τον εαυτό του, ποτέ δε θα μπορέσει να την εξαλείψει. Η Χριστιανική εμπειρία της πίστης μπορεί να κατανοηθεί μόνο σε σχέση μ’ αυτή τη θλίψη, επειδή εδώ ακριβώς είναι που η πίστη σχηματίζεται, στα βάθη αυτής της πρωταρχικής, λεπτής και εξυμνημένης θλίψης, χωρίς την οποία ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος, αλλά ζώο. Στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό αυτή η θλίψη είναι γνωστή ως «ένθεος θλίψη» (Α’ Κορ.7,10), επειδή, οι άνθρωποι, παρόλη την εμπειρία των περιορισμών, της ευπάθειας και της θνητότητας που έχουν, διψούν ακόμη για κάτι περισσότερο, αν δεν επιθυμούν ποτέ να αποδεχθούν τη φυλάκιση ως την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ζωής, τότε πρέπει να ρωτήσουμε το γιατί. Γιατί δεν τη δέχονται; Γιατί είναι ακόμη λυπημένοι, και από που προέρχεται αυτή η λύπη; Κανένα άλλο κτίσμα πάνω στη γη δε δοκιμάζει μια τέτοια θλίψη. Και όμως οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το πόσο συχνά η εμπειρία θα έπρεπε να τους πείθει με διαφορετικό τρόπο, ωστόσο συνεχίζουν να διατηρούν λέξεις όπως αθανασία, αιωνιότητα, πνεύμα, ελευθερία, χαρά, συνεχίζουν να χρησιμοποιούν αυτές τις λέξεις σαν να ήταν λόγοι εξορκισμού. Και η τέχνη, που αντανακλά τη θλίψη του ανθρώπου, γίνεται έκφραση του ουτοπικού ονείρου να εισβάλει σ’ αυτό το «κάτι περισσότερο», το οποίο η επίγεια εμπειρία δεν μπορεί ούτε καν να αρχίσει να φαντάζεται.
«Οι καρδιές μας δε θα ησυχάσουν», έγραψε ο αγ. Αυγουστίνος, «μέχρις ότου αναπαυθούν σε Σένα». «Ένθεος θλίψη» είναι αυτή η θλίψη που αισθάνεται κανείς από τη νοσταλγία της ελευθερίας. Ο Χριστιανισμός, κατά κάποιο βαθμό, συμφωνεί με τις φιλοσοφίες που υποστηρίζουν πως οι άνθρωποι διαθέτουν περιορισμένη ελευθερία, και ετεροπροσδιορισμένη μοίρα. Σ’ αυτόν τον κόσμο φυσικά δεν υπάρχει γνήσια ελευθερία, και είναι σοφός αυτός που δέχεται πως μια τέτοια ελευθερία είναι ένα παιδικό όνειρο. Η παιδική ηλικία φεύγει, το πανηγύρι τελειώνει, και ό,τι μένει είναι οι κουφοί τοίχοι της καθημερινής πραγματικότητας. Ο Χριστιανισμός όμως ισχυρίζεται πως αυτή η ελευθερία υπάρχει, πως ο εορτασμός είναι δυνατός, πως έχει ήδη αρχίσει, και πως «η λύπη υμων εις χαράν γενήσεται» (Ιωαν. 16, 20). Επειδή με την ίδια της την παρουσία η θλίψη αυτή είναι μάρτυρας της παρουσίας του Θεού, του κόσμου της χαράς, της αγάπης και της ελευθερίας, του κόσμου στον οποίο οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν για να ζήσουν, και τον οποίον, συχνά ανεπίγνωστα, νοσταλγούν. «Οι καρδιές μας δε θα ησυχάσουν...».
Αυτή η ανησυχία, την οποία τίποτε δεν μπορεί να ανακουφίσει και τίποτε δεν μπορεί να ικανοποιήσει, είναι για τους χριστιανούς η πρωταρχική μαρτυρία της παρουσίας του Θεού. Δεν οφείλεται όμως στην έλλειψη προσπάθειας το ότι δεν ανακουφίζεται η ανησυχία. Ούτε ένας αιώνας δεν έχει υπάρξει που να μην έχει βρεθεί κάποιος να διαφημίσει την πλέον σύγχρονη λύση σε όλα τα προβλήματα, σε κάθε αναζήτηση του ανθρώπου. Εδώ είναι η αλήθεια! Σου δίνεται η τέλεια ειρήνη και ικανοποίηση. Στην πραγματικότητα όμως, τίποτε δεν έχει υπάρξει που να προσφέρει αυτή την ειρήνη. Σήμερα ακούμε ακόμη να λέγεται: βρήκαμε την αλήθεια, βρίσκεται εδώ σ’ αυτή τη θεωρία, σ’ αυτή τη διδασκαλία. «Θα δείτε, λίγα χρόνια ακόμη και τότε θα έχετε έναν καινούριο κόσμο, μια νέα κοινωνία, ένα νέο σύστημα που θα προσφέρει στους ανθρώπους την ολοκληρωτική ευτυχία». Περνάνε όμως οι δεκαετίες και αυτό που βλέπουμε είναι μόνο ερείπια. Ποιος ακόμη πιστεύει σ’ αυτή τη νεκρή διδασκαλία; Κανείς.
Χωρίς υπερβολή, μπορούμε με σιγουριά να πούμε πως τίποτε άλλο εκτός από την πίστη και κανείς άλλος εκτός από το Θεό, δεν πέτυχαν ποτέ να χαρίσουν όχι απλώς ευτυχία, αλλά ούτε και μια αληθινά βαθιά απάντηση στην επίμονη νοσταλγία της ανθρωπότητας για μια γνήσια αυθεντική ζωή. Ο Θεός και η πίστη έχουν ανταποκριθεί και συνεχίζουν να ανταποκρίνονται. Όταν κάποιος βρει το Θεό, όταν ανάψει η εσωτερική φλόγα της πίστης, τότε η χαμένη γιορτή της παιδικής ηλικίας και η καθολικότητα επιστρέφουν και αποκαθίστανται ταυτόχρονα. Γι’ αυτό το πράγμα μιλούσε ο Χριστός όταν έλεγε, «γένησθε ως τα παιδία» (Ματθ. 18,3) και «ος εαν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν (Μαρκ. 10,15). Το να μοιάσει κανείς στα παιδιά σημαίνει ακριβώς να επιστρέψει στη ζωή της χαράς και της ελευθερίας.
Κοιτάξτε τους αγίους. Το πιο καταπληκτικό στοιχείο είναι η χαρά τους, η τέλεια ειρήνη μέσα σ’ αυτή τη χαρά, και η ελευθερία τους: διαθέτουν αυτή την εσωτερική ελευθερία που προέρχεται μόνο από τη βεβαιότητα και την εμπιστοσύνη στην αλήθεια που έχουν βρει. Αυτός είναι και ο λόγος που η Εκκλησία πάντοτε γιορτάζει. Αυτός είναι ο λόγος που ολόκληρη η ζωή του πιστού καθορίζεται από ένα ρυθμό εσωτερικής προετοιμασίας, από την προσέγγιση της γιορτής, της κάθε γιορτής. Η θλίψη μας παραμένει, αλλά τώρα είναι θλίψη που προέρχεται από την αδυναμία να δοθούμε ολοκληρωτικά στην ελευθερία και στη χαρά: είμαστε ακόμη τόσο πολύ δεμένοι στον εαυτό μας, στην κοινοτοπία, στη μικροπρέπεια, στο κακό. Τώρα η λύπη οδηγεί στη γιορτή και στο πανηγύρι, αντί να το καταπιέσει. Τώρα δεν υπάρχει το κακό ή ο,τιδήποτε άλλο που να είναι ικανό να κατακτήσει και να ξεγυμνώσει αυτό το μυστικό φως που καίει μέσα στις ψυχές μας, αυτή τη χαρά που κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει. Στο τέλος δε, μέσα από αυτή τη χαρά και την ελευθερία του εορτασμού, η πίστη θα υπερβεί ένα σύστημα ανεόρταστο, που η πεζή, άχρωμη ιδεολογία του δεν έχει τίποτε να προσφέρει στην ανθρωπότητα.
του π. Αλέξανδρου Σμέμαν
Από το βιβλίο του : Εορτολόγιο, Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος
Εκδ. Ακρίτας