Τα δύο πρώτα είναι μηνύματα ακροατών στη διάρκεια μιας εκπομπής με θέμα τις εξαρτήσεις, στον Ρ/Σ της Εκκλησίας της Ελλάδος:
«Είναι στιγμές δύσκολες, που νομίζεις πως αν ξεχαστείς έστω και λίγο, θα γλυτώσεις. Τότε πέφτεις στο τρυπάκι και ζητάς τη διαφυγή στις ουσίες. Διαλέγεις το ψεύτικο, γιατί δεν αντέχεις το αληθινό! Κακώς, αλλά έτσι γίνεται όταν οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν πως η σιωπή σου είναι κρότος... Άραγε, μπορείς να ξεφύγεις οριστικά;»
«Νίκησα την εξάρτηση της ηρωίνης με το φιλότιμο, το διάβασμα και την τέχνη μου, τα εικαστικά. Οι γονείς μου δεν με εμπιστεύτηκαν ποτέ! Όταν πήγα στο γιατρό και έκοψα, με εμπιστεύτηκαν από την πρώτη στιγμή. Δεν με αμφισβήτησαν. Τότε με γνώρισαν πραγματικά, στα 24 μου! Δόξα στον Θεό του ουρανού! Η αγάπη, η υπομονή, ο κόπος και το ταλέντο με βοήθησαν.»
Και τα υπόλοιπα περιλαμβάνονται στο νέο βιβλίο που π. Βασιλείου Θερμού «Ταραγμένη Άνοιξη, Για μια κατανόηση της εφηβείας» :
Μπόμπ, είκοσι χρόνων: «Ο πατέρας μου ήταν πάντα φευγάτος και η μητέρα μου νομίζω ότι περίμενε πολλά από μένα. Αυτή δεν μπορούσε να καταλάβει κι εγώ δεν μπορούσα να εξηγήσω... Κυκλοφορείς με καταπιεσμένα συναισθήματα και πρέπει κάπου να τα βγάλεις. Αυτή είναι η γοητεία των ναρκωτικών, σε βγάζουν από τον εαυτό σου».
Κλαρίς, 16 χρόνων: «Είμαστε νέοι και επομένως άπειροι. Το ξέρουμε. Όμως είμαστε άνθρωποι σκεπτόμενοι, προσωπικότητες, εικόνες του Θεού. Μη μας απαγορεύετε τελείως να σκεφτόμαστε και να εκφέρουμε τη γνώμη μας. Ίσως από τις σκέψεις και τις προτάσεις μας να είναι και κάτι σωστό και να σας βοηθήσει στις αποφάσεις και στις ενέργειες σας. Κάποιος έλεγε: «Για ζητήματα που σε απασχολούν συμβουλέψου ακόμη και ένα μικρό παιδί, μπορεί ν’ ακούσεις μια γνώμη φωτεινή». Μα κι αν τίποτε το σωστό δεν πούμε, το γεγονός και μόνο ότι ενδιαφερόμαστε και προσπαθούμε να συλλάβουμε τα προβλήματα της οικογένειάς μας πρέπει να σάς συγκινεί. Μην απορρίπτετε λοιπόν εκ των προτέρων τις προτάσεις μας και μη μας προσβάλλετε πως δεν ξέρουμε τίποτα. Και σεις κάποτε δεν ξέρατε τίποτα».
Ιρέν, 15 χρόνων: «Έκλαψα τόσο που κοκκίνισαν τα μάτια μου. Είμαι λυπημένη κι εκνευρισμένη κι ούτε που ξέρω γιατί. Θα ΄θελα να σταματήσω το χρόνο, να βρίσκομαι μακριά. Μοιάζει με ένα δρόμο όλο στάδια, σε κάθε στάδιο υπάρχει μία ανταμοιβή. Αν όμως κλατάρεις, δεν θα την έχεις. Εγώ κλάταρα. Πονάω να σκέφτομαι, να ζήσω, πονάω τόσο που δεν καταφέρνω να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου.»
«Η Ιωάννα σταμάτησε να πηγαίνει στην ενοριακή συντροφιά και κανένας δεν κατάλαβε γιατί. Αν και πολύ ντροπαλή φαινόταν να ενδιαφέρεται. Αργότερα ομολόγησε: «Έφυγα διότι εκεί θύμωνα με τον εαυτό μου. Ήθελα να λάβω μέρος στη συζήτηση και δεν τολμούσα». Πρόσθεσε πως φοβόταν ότι οτιδήποτε θα έλεγε θα φαινόταν τετριμμένο και γελοίο, πως δεν ένοιωθε άνετα να βρίσκεται εκεί... Μερικές φορές ο φόβος ότι θα γελάσουν με τον έφηβο προχωρεί περισσότερο και αναστέλλει τη ροή των ιδεών του... Εκείνοι που είναι σκληροί όταν επικρίνουν τον εαυτό τους υποθέτουν πως και οι άλλοι τους βλέπουν με τον ίδιο τρόπο».